- σφάλισμα
- τοκλείσιμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σφάλισμα — το, Ν [σφαλίζω] κλείσιμο … Dictionary of Greek
αμπάρωμα — και μπάρωμα, το [αμπαρώνω] κλείσιμο με αμπάρα, σφάλισμα … Dictionary of Greek
ανοιγοσφάλημα — κ. σφάλισμα το το ανοιγοκλείσιμο («σ’ έναν ανοιγοσφάλισμα των ομματίων αποσώνω και δίχως λύπηση καμμιά πάσ’ άνθρωπο σκοτώνω» Γ. Χορτάτζη, Ερωφίλη) … Dictionary of Greek
κλείσιμο — το [κλείνω] 1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα τού κλείνω, το να κλείνει κάποιος κάτι, το σφάλισμα («το κλείσιμο τής πόρτας») 2. το να κλείνει ή να κλείνεται κάποιος σε κλειστό χώρο, η κλεισούρα («το κλείσιμο στη φυλακή») 3. διακοπή λειτουργίας ή… … Dictionary of Greek